"Τα όνειρα του Φαραώ". Παραμύθι Φαραωνικό

Η εικόνα είναι του Σάββα Λαμπούδη

Όπως μας είχε υποσχεθεί ο δάσκαλος αφιέρωσε την τελευταία ώρα της Παρασκευής σε Φαραωνικό παραμύθι. Κάνει κρύο και ψιλοβρέχει, έτσι δεν κατεβήκαμε στην αυλή. Καθίσαμε όσοι χωρούσαμε σε κάθε θρανίο και το παραμύθι άρχισε:
“Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, σ’ εκείνα τα μακρινά χρόνια, ο Φαραώ είχε ανήσυχο ύπνο. Πετιόταν μέσα στη νύχτα και φώναζε: “Μπατά, Μπατά” και κανένας δεν καταλάβαινε τι ήθελε να πει.

Φώναξαν γιατρούς από όλη την πολιτεία, αλλά ο Φαραώ εξακολουθούσε να φωνάζει με σπαραχτική φωνή: “Μπατά, Μπατά”. Τελικά η μόνη τους ελπίδα ήταν ένας σοφός ιερέας, που ζούσε στην έρημο, τρώγοντας μόνο αγριόχορτα. Λέγανε πως είχε μαγικές ικανότητες, που ήταν πολύ αγαπητές στη Φαραωνική εποχή.

Έστειλαν, λοιπόν, τρεις απεσταλμένους με καμήλες να βρουν τον ιερέα και να του παραγγείλουν να έρθει στο παλάτι.
Μέρες και νύχτες βάδιζαν μέσα στην έρημο με μόνη συντροφιά τα άστρα. Στο στήθος τους φώλιαζε ο τρόμος, όσο κι αν ήξεραν τις δυσκολίες της ερήμου.
Βρήκαν τελικά τον ιερέα, να κάθεται κατάχαμα και κάτι να μουρμουρίζει. Έμοιαζε σαν υπνωτισμένος. Τα άσπρα του γένια ήταν γεμάτα άμμο.

Του φίλησαν το χέρι και κάθισαν κι εκείνοι σιωπηλοί και περίμεναν. Έπειτα από αρκετή ώρα άνοιξε τα μάτια και μίλησε:

-Γνωρίζω γιατί ήρθατε ως εδώ, καλοί μου άνθρωποι. Ο Φαραώ είναι μαγεμένος. Κάποιος άνθρωπος κακός, που μισεί τον βασιλιά, ρίχνει πάνω του κάθε βράδυ αύρα δηλητηριασμένη. Γι’ αυτό δεν μπορεί να κοιμηθεί και βλέπει εφιάλτες.
-Και πώς μπορεί να γίνει καλά; ρώτησαν με σεβασμό οι τρεις άνδρες. Θα μπορούσατε να έρθετε μαζί μας να τον γιατρέψετε;
-Χαίρομαι που ο Φαραώ παρακαλεί και δε διατάζει. Γι’ αυτό θα γίνει γρήγορα καλά. Αλλά να έρθω μαζί σας δεν μπορώ.
Βάζει το χέρι του μέσα στο βρώμικο ρούχο του και βγάζει ένα μικρό φίδι.
-Μην το φοβηθείτε, είναι άκακο. Πηγαίνετέ το στον Φαραώ. Να το βάλει στο μαξιλάρι του, όταν πάει για ύπνο. Το φίδι θα του σφυρίξει ποιος είναι που του προκαλεί αυτή την τρομερή αϋπνία και αγωνία. Και μάλιστα είναι ένας άνθρωπος κοντινός του. Να προσέχει ο Φαραώ ποιους διαλέγει για φίλους...
Οι τρεις άντρες έβαλαν το φίδι σε μια σακούλα και ρώτησαν τον σοφό ιερέα τι θέλει για πληρωμή. Εκείνος γέλασε ένα καλόκαρδο γέλιο.
-Πληρωμή εγώ; Εδώ καταμεσής της ερήμου; Το μόνο που θέλω είναι σε τρεις μέρες ν’ αφήσετε ελεύθερο το φίδι να γυρίσει σ’ εμένα.
-Θα βρει το δρόμο; τόλμησαν να ρωτήσουν οι απεσταλμένοι του βασιλιά.
-Θα τον βρει… Θα τον βρει... είπε ο γέρος και ξαναέπεσε σε λήθαργο.

Οι τρεις άνδρες έκαναν όσα τους είπε ο γέρος. Το φίδι ξάπλωσε το βράδυ πλάι στο μεταξένιο μαξιλάρι του Φαραώ και όταν εκείνος άρχισε να φωνάζει “Μπατά, Μπατά”, το φίδι τού σφύριξε “Βατιού!!!!!!!”.

Ο Φαραώ πετάχτηκε όρθιος. Ο Βατιού ήταν ο έμπιστος σωματοφύλακάς του! Ώστε αυτός του προξενούσε όλη αυτήν την αγωνία; Αυτός τον μισούσε και ήθελε το κακό του; Διέταξε να τον διώξουν αμέσως.

Δεν ξέρουμε τι απέγινε αυτός ο Βατιού γιατί εδώ ήταν σχισμένος ο πάπυρος...

Ιδέες για τα παιδιά:

1. Ζωγράφισε τον ιερέα του παραμυθιού στην έρημο.
2. Ζωγράφισε το φίδι στο μαξιλάρι του Φαραώ.
3. Ζωγράφισε τους τρεις απεσταλμένους με τις καμήλες τους.