Το αλφάβητο της ερήμου

Πριν από 3.100 χρόνια οι Φοίνικες μάς χάρισαν το αλφάβητο. Αυτό διδάσκεται στα σχολεία μέχρι σήμερα. Όπως και ότι η δημιουργία της αλφαβητικής γραφής ολοκληρώθηκε από τους Έλληνες, οι οποίοι επινόησαν τα φωνήεντα, το 800 π.Χ..

Τούτη όμως είναι μονάχα η μισή αλήθεια. Η γένεση του αλφαβήτου –και άρα της αρχής ότι σε κάθε σύμβολο θα αντιστοιχεί ένας φθόγγος- πρέπει να αναζητηθεί περίπου μία χιλιετία νωρίτερα και έχει τις ρίζες της στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά. Οι αιγυπτιολόγοι συζητούν εδώ και έναν αιώνα σχεδόν πώς έγινε αυτό το τόσο ριζοσπαστικό για την εξέλιξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού βήμα. Και ποιος το έκανε πρώτος πότε και πού.

Στη συζήτηση αυτή πρωτοστατεί τώρα ένας Γερμανός αιγυπτιολόγος. Ο Λούντβιχ Μόρεντς διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, και στο πρόσφατο βιβλίο του Die Genese der Alphabetschrift [Η γένεση της αλφαβητικής γραφής] (εκδόσεις Egon) ισχυρίζεται όχι μόνο ότι μπορεί να προσδιορίσει επακριβώς το γεωγραφικό σημείο όπου γεννήθηκε το αλφάβητό μας, αλλά και ότι γνωρίζει ποιος δικαιούται τον τίτλο της πατρότητας αυτού: Ήταν οι Βεδουίνοι της Χαναάν, οι οποίοι γύρω στα 1900 π.Χ. «επινόησαν» το αλφάβητο μέσω της πολιτιστικής επαφής τους με τους Αιγύπτιους. Εκτός αυτού, ο Μόρεντς διατείνεται ότι διαθέτει «πολύ καλά επιχειρήματα» για να υποστηρίξει τη θέση του ότι «η αλφαβητική γραφή γεννήθηκε μία και μοναδική φορά και σε έναν τόπο – στο Σεραμπίτ ελ-Καντίμ στη χερσόνησο του Σινά».

Οι συνάδελφοι του Μόρεντς έχουν τις αμφιβολίες τους. Τα λατρευτικά σπήλαια του Σεραμπίτ ελ-Καντίμ ναι μεν ανήκουν στους αρχαιότερους αντίστοιχους ναούς της Αιγύπτου, και οι αρχαιολόγοι πράγματι βρήκαν πάμπολλα σύμβολα γραφής σε αυτούς. Ότι όμως το έναυσμα της αλφαβητικής μας γραφής πρέπει να τοποθετηθεί στο συγκεκριμένο μέρος είναι κατ’ αρχάς μια υπόθεση και μόνο. «Δεν θα είναι απλό να αποδειχθεί η θέση αυτή με συγκεκριμένα στοιχεία» λέει για παράδειγμα ο Γιόαχιμ Φρίντριχ Κβακ, καθηγητής Αιγυπτιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Ο ίδιος δεν θα δεσμευόταν να ταυτίσει τον τόπο προέλευσης της γραφής με το Σεραμπίτ ελ-Καντίμ.

Η θέση αυτή στη βραχώδη έρημο του νοτιοδυτικού Σινά βρίθει συμβολισμών και σημασιών. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, αρκετοί επιστήμονες συμπεραίνουν ότι ο Μωυσής δέχθηκε εκεί τις Δέκα Εντολές και ότι στο σημείο αυτό έγινε ο χορός γύρω από τον Χρυσούν Μόσχον. Το υψίπεδο είναι εντυπωσιακό, ως τοπίο, αν και φτωχό από άποψη βλάστησης – ενδείκνυται πάντως για μια ζωή ερημίτη. Παρ’ όλα αυτά, η περιοχή διαθέτει δύο πράγματα που την κατέστησαν από πολύ νωρίς ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τους Αιγύπτιους: χαλκό και τυρκουάζ.

Επιπλέον, ήταν αρκετά κοντά στη χώρα τους ώστε να εξάγουν τους θησαυρούς της γης οι ίδιοι με ειδικές αποστολές, αντί να χρειάζεται να κάνουν ακριβές εισαγωγές των δύο αγαθών από μακρινές χώρες. Από το 2000 π.Χ. και έπειτα, πέρασαν τουλάχιστον πενήντα αιγυπτιακές αποστολές από τον άγονο τόπο. Ορισμένες από αυτές ήταν μικρές, γύρω στους 20 άνδρες, άλλες είχαν ως και 500 εργάτες. Οι κυνηγοί των θησαυρών της γης έμεναν 1-3 μήνες στον αφιλόξενο τόπο. Η εξόρυξη χαλκού και τυρκουάζ έφτασε στο απόγειό τους επί της βασιλείας του Φαραώ Αμενεμχέτ Γ΄, στα τέλη δηλαδή του 19ου αι. π.Χ.

Οι Αιγύπτιοι έκτισαν προς τιμήν της θεάς-προστάτιδας των ορυχείων τους, της Αθώρ, στο Σεραμπίτ ελ-Καντίμ έναν επιβλητικό ναό με μια αρκετά σχολαστική διοίκηση, απ’ ό,τι φαίνεται. Εκεί σημειώνονταν από αυτούς που γνώριζαν γραφή τα ονόματα όλων των μελών των αποστολών σε ψαμμιτικές στήλες. Στους καταλόγους αυτούς εμφανίζονται πολλά ονόματα από την Χαναάν. Την επικίνδυνη εργασία μέσα στις στοές την έκαναν πιθανότατα οι Βεδουίνοι, οι οποίοι υπέγραφαν συμβάσεις εργασίας με τους επικεφαλής των αποστολών. Έτσι, προέκυψαν οι χρονικά περιορισμένες, αλλά αρκετά στενές επαφές ανάμεσα στους Αιγυπτίους που είχαν κατακτήσει ένα υψηλό πολιτισμικό επίπεδο και τους αναλφάβητους βοσκούς.

Το εργαστήριο του ναού στο οποίο σκαλίζονταν οι παραστάσεις και τα ονόματα ήταν προφανώς ο καθοριστικός χώρος συνάντησης των δύο κόσμων. Ο Λούντβιχ Μόρεντς ασχολήθηκε εκτενέστατα με τα αρχαιολογικά κατάλοιπα αυτού του εργαστηρίου. Υποθέτει ότι αυτές οι περιφερειακές ζώνες επαφής Αιγυπτίων και Βεδουίνων ανέπτυξαν μια ιδιαίτερη πολιτισμική δυναμική, κι αυτό γιατί οι άνθρωποι που συναντιούνταν εδώ δεν ήταν πλέον αυστηρά προσκολλημένοι στα παραδοσιακά τους ήθη και έθιμα. Έτσι στο Σεραμπίτ σημειώθηκαν και φαινόμενα συγκρητισμού: για παράδειγμα, η αιγυπτιακή θεότητα Αθώρ λατρευόταν από τους Βεδουίνους ως δική τους θεότητα με το όνομα Bacalat.

Ομοίως θα πρέπει να πραγματοποιήθηκαν και διαπολιτισμικές ωσμώσεις, υποθέτει ο Μόρεντς: Στα ορυχεία –στα τοιχώματα και σε αναθήματα του ναού της Αθώρ- εμφανίζονται πλάι στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά άγνωστα σύμβολα γραφής. Τριάντα επιγραφές έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής στο Σεραμπίτ, οι αρχαιότερες του είδους, καθώς χρονολογούνται στο πρώτο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.